- υπερόριος
- -α, -ο / ὑπερόριος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, και ποιητ. ιων. τ. ὑπερούριος, -ον, Α1. αυτός που βρίσκεται ή τελείται πέρα από τα όρια ενός κράτους2. το θηλ. ως ουσ. η υπερορίαα) η πέρα από τα όρια ενός κράτους χώρα, η ξενιτιά (α. «έζησε χρόνια ολόκληρα στην υπερορία» β. «εἰς τὴν ὑπερορίαν ἀποδημεῑν», Πλάτ.)β) αναγκαστική απομάκρυνση ενός προσώπου έξω ή πέρα από τα όρια μιας επικράτειας, εξορίαμσν.(για φήμη) ο ευρέως διαδεδομένοςμσν.-αρχ.1. (για πρὀσ.) αυτός που κατοικεί μακριά από τα σύνορα τής πατρίδας του, ξενιτεμένος2. (κατ' επέκτ.) εξόριστος3. (για πράγμ.) αυτός που στερείται κάτι ή αυτός που δεν συμμετέχει σε κάτι, αμέτοχος («γραφὴ ὑπερόριος τῆς φύσεως», Πρόκ.β. «δυσχερὴς ἀκοῡσαι καὶ τοῡ ἡδέος ὑπερόριος», Φώτ.)αρχ.1. ασυνήθιστος («τὴν ὑπερόριον λαλιὰν ἀγαπῶντες ἐν τοῑς οἰκείοις πράγμασιν», Αισχίν.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπερόριαα) οι ξένες υποθέσεις («τὰ κατὰ πόλιν καὶ τὰ ἔνδημα καὶ τὰ ὐπερόρια συνεχῶς ἦρχον», Αριστοτ.)β) οι τόποι που βρίσκονται έξω ή μακριά από τα σύνορα μιας χώρας («διὰ τὴν κτῆσιν τὴν ἐν τοῑς ὑπερορίοις», Ξεν.)επίρρ...ὑπερορίως Μπέρα, μακριά από τα σύνορα μιας χώρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -οριος (< ὅρος [Ι] «όριο, σύνορο»), πρβλ. μεθ-όριος].
Dictionary of Greek. 2013.